Ο Παππούς αυτός έμενε τα τελευταία δύο χρόνια μέσα στο κυνοκομείο.
Ίσως πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του περιμένοντας τη στιγμή που δεν θα μπορεί πια να φερμάρει τόσο καλά και θα τον αντικαταστήσει κάποιος νεότερος, για να κοιμάται λίγο πιο άνετα σε πιο μεγάλο κλουβί και να κάνει για χαβαλέ τις βόλτες του στο δάσος.
Το «αφεντικό» όμως τα είχε κανονισμένα αλλιώς. Αφού » δούλεψε» γι αυτόν κοντά στα πέντε χρόνια φερμάροντας και κάνοντάς τον περήφανο για την δουλειά του, κι αφού θα ήταν πια φύρα και θα έτρωγε τζάμπα φαγητό και θα έπιανε τζάμπα χώρο, εγκαταλείφθηκε στο Νέο Κεραμίδι.
Βρέθηκε ξαφνικά από αρχηγός της αγέλης του και ευσυνείδητος υπάλληλος στο δρόμο να προσπαθεί να επιβιώσει. Και έκανε ότι μπορούσε καλύτερο. Πολλοί είπαν ότι ήταν «επιθετικός». Κλασσική ατάκα όταν δεν θέλουμε τίποτε γύρω μας να μας θυμίζει την απανθρωπιά μας και προσπαθούμε να φορτώσουμε το «πρόβλημα» στην αγκαλιά κάποιου άλλου. Οδηγήθηκε λοιπόν στο κυνοκομείο. Άρρωστος, ταλαιπωρημένος, χωρίς συμπαραστάτη.
Το πεντάμηνο που τον γνωρίζω είδα ότι ήταν ευγενικός, περήφανος, με μια δόση χιούμορ αλλά και απαξία για τους ανθρώπους. Δεν μπόρεσε να ξαναεμπιστευτεί χέρι που τον τάισε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα χάδια δεν ήταν ευπρόσδεκτα. Αντιθέτως τα απολάμβανε βαθιά και χαλαρά. Δεν ζητούσε όμως τίποτε πια. Κινούνταν με δυσκολία τις ελάχιστες φορές που τολμούσε να ξεμυτίσει από το κελί του στο διάδρομο, κι αυτό αν ένιωθε ότι τον κρατούσαν τα πόδια του. Φαινόταν όμως η περηφάνια και η προσήλωση που είχε στα νιάτα του.
Καλοδεχούμενο ήταν και το μαξιλάρι του. Και προσπαθούσε πάνω από ώρα να ανέβει και να βολευτεί. Ήθελε μόνος του όμως. Χωρίς βοήθεια. Παραμονή που κατέληξε, στην βραδυνή μας επίσκεψη για έλεγχο όλων των ζώων, τάισμα των κουταβιών και φάρμακα, με άφησε να βάλω το χέρι μου κόντρα πίσω του για να μην γλυστράει και κατάφερε μετά από ένα τέταρτο να ανέβει και να βολευτεί. Του κρατούσα το κεφάλι ύστερα και του μιλούσα, και με κοιτούσε για πρώτη φορά μέσα στα μάτια συνέχεια και γλυκογκρίνιαζε χαμηλόφωνα σαν να μου ‘λεγε ότι βαρέθηκε πια και θέλει να ξεκουραστεί. Τα γνώρισε τα «ωραία» της ζωής και φτάνει. Ας τα ζήσει και κανένας άλλος.
Μου ‘λεγε όμως κι ευχαριστώ που ήμουνα εκεί και μου ‘ λεγε και να μην στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να μείνω εκεί μαζί του μέχρι το τέλος ή να τον πάρω μαζί μου. Είχε συνηθίσει πια και το κρύο, και το σκοτάδι και τον πόνο και την μοναξιά.
Όλη αυτή την ώρα 123 σκυλιά κράτησαν νεκρική σιγή «ακούγοντας» την κουβέντα μας και δηλώνοντας συμπαράσταση.
Το πρωί τον βρήκαμε να «κοιμάται» παγωμένος κι άψυχος. Γλύτωσε.
Ο σκύλος είναι πάντα εκεί όταν πεθαίνει ο άνθρωπός του. Ο άνθρωπος που είναι όταν πεθαίνει ο σκύλος του;